σμαραγδοχαίτας

σμαραγδοχαίτας
σμᾰραγδοχαίτᾱς,
A emerald-haired, epith. of πόντος, Tim.Pers.32.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σμαραγδοχαίτας — ὁ, Α (για τον Πόντο) αυτός που έχει σμαράγδινη χαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + χαίτας (< χαίτη), πρβλ. κυανο χαίτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”